Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2025

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ

Γνωρίζεται  ότι την Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2025 τα Κεντρικά Γραφεία της  Ε.Α.Α.Σ θα παραμείνουν κλειστά λόγω των απεργιακών κινητοποιήσεων στο Κέντρο της Αθήνας.

 

Το Γραφείο Δημοσίων Σχέσεων 

Διαβάστε Περισσότερα

 


Blame game: το παιχνίδι των ευθυνών και η μάχη των εντυπώσεων πίσω από την ακύρωση του ραντεβού Μητσοτάκη–Ερντογάν

Δρ. Κωνσταντίνος Π. Μπαλωμένος

konmpalo@gmail.com

Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος

Πρώην Γενικός Διευθυντής - Γενικής Διεύθυνσης

Πολιτικής Εθνικής Άμυνας και Διεθνών Σχέσεων (ΓΔΠΕΑΔΣ)

Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΥΠΕΘΑ)


Όπως είναι γνωστό, η προγραμματισμένη συνάντηση Μητσοτάκη –Ερντογάν στη Νέα Υόρκη δεν πραγματοποιήθηκε.

Ωστόσο, αν και το γεγονός δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί μείζον, ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάστηκε από τις δύο πλευρές ανέδειξε τη διαδικασία του Blame Game (παιχνίδι απόδοσης των ευθυνών), στις διακρατικές και τις διεθνείς σχέσεις γενικότερα.

Κάθε πλευρά έσπευσε να δώσει τη δική της εκδοχή για τα αίτια της ακύρωσης της συνάντησης, επιχειρώντας να μεταθέσει το βάρος της ευθύνης στην αντίπαλη πλευρά.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, η ουσία δεν βρίσκεται μόνο στο «τι συνέβη» αλλά κυρίως στο «πώς διαχειρίζεται» και «πώς επικοινωνείται» ένα γεγονός.

Διότι στο διπλωματικό πεδίο, όταν κάτι δεν εξελίσσεται όπως είχε σχεδιαστεί, η πρώτη μέριμνα δεν είναι η εξήγηση, αλλά η απόδοση ευθυνών και η διαχείριση των εντυπώσεων, καθώς επηρεάζει και διαμορφώνει τον τρόπο που θα αντιληφθούν το γεγονός τα εσωτερικά και διεθνή ακροατήρια.

Υπό το πλαίσιο αυτό, γίνεται σαφές ότι στη διπλωματία, η μάχη των εντυπώσεων συχνά αποδεικνύεται εξίσου κρίσιμη με τα ίδια τα γεγονότα.

Ειδικότερα, το blame game σε διεθνείς κρίσεις μπορεί να οριστεί ως η στρατηγική διαδικασία κατά την οποία κρατικοί και μη κρατικοί δρώντες αποδίδουν ευθύνες για γεγονότα ή αποτυχίες, με στόχο την πολιτική, διπλωματική ή επικοινωνιακή ενίσχυσή τους.

Αποτελεί εργαλείο στρατηγικής, για την νομιμοποίηση των αποφάσεων, την αποφυγή εσωτερικών ευθυνών και τη διατήρηση ή αύξηση διεθνούς επιρροής.

Ταυτόχρονα, λειτουργεί ως μηχανισμός διαμόρφωσης αντιλήψεων (shaping of perceptions), για την ηθική υπευθυνότητα και το πολιτικό κύρος των δρώντων.

Μέσω του blame game, η διαχείριση κρίσεων συνδέεται στενά με την εικόνα και την επικοινωνία, ενώ η στρατηγική χρήση του μπορεί είτε να υπονομεύσει είτε να ενισχύσει τη διεθνή συνεργασία, ανάλογα με το πλαίσιο και την προσέγγιση των εμπλεκόμενων δρώντων.

Εν κατακλείδι, το blame game ως διπλωματική πρακτική δεν αποσκοπεί στην ανάδειξη της αλήθειας, αλλά λειτουργεί ως μέσο πειθούς για τη διαμόρφωση των αντιλήψεων της εσωτερικής και διεθνούς κοινής γνώμης, ώστε να εξυπηρετηθούν οι στρατηγικές επιδιώξεις κάθε πλευράς.

Εστιάζοντας στα γεγονότα θα πρέπει να επισημανθεί, ότι από την ελληνική πλευρά, η ακύρωση της συνάντησης Μητσοτάκη –Ερντογάν παρουσιάστηκε επικοινωνιακά ως απόρροια της τουρκικής στάσης.

Συγκεκριμένα, η ακύρωση της συνάντησης αποδόθηκε κυρίως σε «τεχνικούς λόγους» και σε «ζητήματα προγράμματος», που δεν επέτρεψαν να υπάρξουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για να πραγματοποιηθεί η συνάντηση και λόγω επιγενόμενων συναντήσεων που ήταν εξαιρετικά σημαντικές, όπως χαρακτηριστικά τόνισε ο Υπουργός Εξωτερικών κ. Γεραπετρίτης.

Επίσης, κυβερνητικές πηγές επισήμαναν ότι η Αθήνα παραμένει σταθερή στην επιλογή του διαλόγου, τονίζοντας ότι η Ελλάδα δεν ευθύνεται για τη μη πραγματοποίηση της συνάντησης, αλλά η τουρκική πλευρά που υπαναχώρησε και δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα.

Αυτό το αφήγημα εντάσσεται στην πάγια εθνική στρατηγική που παρουσιάζει την Ελλάδα ως «υπεύθυνη δύναμη» που επιδιώκει τον διάλογο, απέναντι στην αδιαλλαξία και τις μεθοδεύσεις της Άγκυρας σε διπλωματικό και επικοινωνιακό επίπεδο.

Έτσι, το blame game αξιοποιήθηκε τόσο ως μέσο ενίσχυσης της διεθνούς εικόνας της χώρας όσο και ως μέσο διαχείρισης εντυπώσεων και ενίσχυσης της εσωτερικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης αφού εμφανίστηκε να υπερασπίζεται με συνέπεια τα εθνικά συμφέροντα χωρίς να ευθύνεται για διπλωματικές αστοχίες και να αποδέχεται όρους που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την εθνική της θέση.

Επιπλέον κυβερνητικές πηγές στην Αθήνα τόνισαν, ότι εάν η Άγκυρα επικαλεστεί αδυναμία πραγματοποίησης της συνάντησης, τότε η στάση της θα καταστεί εμφανώς προσχηματική. Η διατύπωση αυτή είχε στόχο να προληφθεί το τουρκικό αφήγημα και να το πλαισιώσει ως στρατηγική υπεκφυγή.

Στο ίδιο πλαίσιο, οι χειρισμοί της τουρκικής πλευράς ερμηνεύτηκαν από την Αθήνα ως αντανάκλαση της ενόχλησης του προέδρου Ερντογάν για μια σειρά ελληνικών πρωτοβουλιών όπως ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός, η δημιουργία θαλάσσιων πάρκων και η εκδήλωση ενδιαφέροντος της Chevron για έρευνες στην ελληνική ΑΟΖ.

Η στοχοποίηση της Τουρκίας, μέσω της ανάδειξης αυτών των ζητημάτων, επέτρεψε στην ελληνική πλευρά να συνδέσει την ακύρωση της συνάντησης με τις πάγιες τουρκικές αντιρρήσεις σε ζητήματα κυριαρχικών δικαιωμάτων, ενισχύοντας το αφήγημα ότι η Άγκυρα χρησιμοποίησε προσχηματικά το blame game για να μεταφέρει τις γεωπολιτικές της αντιρρήσεις στο διπλωματικό πεδίο.

Παράλληλα, η ακύρωση της συνάντησης των δύο ηγετών αποτέλεσε πεδίο έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης στο εσωτερικό της Ελλάδας, αφού τα κόμματα της αντιπολίτευσης αξιοποίησαν το γεγονός για να ασκήσουν έντονη και σε κάποιες περιπτώσεις ακραία κριτική στην κυβέρνηση επιδιώκοντας την αποδόμησή της και την ενίσχυση της αντιπολιτευτικής τους θέσης.

Για του λόγου το αληθές, χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις περί «προχειρότητας», «ερασιτεχνισμού», «ανικανότητας», «διπλωματικής αποτυχίας», «απαξίας της Ελλάδας», «εθνικής ταπείνωσης», «διεθνούς διασυρμού», «τυχοδιωκτισμού» και «περιθωριοποίησης της Ελλάδας».

Μέσω αυτής της στρατηγικής, οι εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης επικέντρωσαν την κριτική τους στις επικοινωνιακές πτυχές του γεγονότος, αντί στη στρατηγική του πτυχή και τις πραγματικές επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Επίσης, για λόγους μικροπολιτικής σκοπιμότητας μετέφεραν το blame game από τη διεθνή σκηνή στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο, εγκλωβίζοντας τη δημόσια συζήτηση στη στείρα αντιπαράθεση και τον λαϊκισμό.

Αξίζει να επισημανθεί επίσης, ότι σε αντίστοιχη περίπτωση όπου ο Τούρκος Πρόεδρος κ. Ερντογάν ακύρωσε το ραντεβού του και με την Ιταλίδα Πρωθυπουργό κα. Μελόνι, η ιταλική αντιπολίτευση δεν προέβη σε ανάλογες δηλώσεις ή επικριτικά σχόλια.

Η σύγκριση αυτή, αποδεικνύει ότι η έντονη χρήση του blame game στην εσωτερική πολιτική αποτελεί μια παθογένεια του ελληνικού πολιτικού συστήματος, καθώς η μικροπολιτική αντιπαράθεση και ο λαϊκισμός αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη από τις πραγματικές εθνικές στρατηγικές προτεραιότητες και υπονομεύουν την αποτελεσματικότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Στον αντίποδα, η τουρκική πλευρά τόνισε αρχικά, ότι η ακύρωση της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν οφείλεται στο «φορτωμένο πρόγραμμα» του κ. Ερντογάν και συγκεκριμένα, στη συμμετοχή του σε συνάντηση ηγετών αραβικών και μουσουλμανικών χωρών που διοργάνωσε εκτάκτως ο κ. Τράμπ και θα διεξάγονταν την ίδια ημέρα και ώρα με την προγραμματισμένη συνάντηση.

Με αυτό τον τρόπο, η τουρκική πλευρά αξιοποίησε το blame game για να παρουσιάσει την ακύρωση ως αναπόφευκτη συνέπεια αντικειμενικών παραμέτρων, διατηρώντας ταυτόχρονα την εικόνα μιας μεθοδικής και διπλωματικά υπεύθυνης ηγεσίας.

Στη συνέχεια, η Τουρκική ηγεσία υποστήριξε ότι η Ελλάδα «έσπευσε να ανακοινώσει» τη συνάντηση πριν υπάρξει κοινή συμφωνία («Greek leak»), επιχειρώντας έτσι να μεταθέσει την ευθύνη στην Αθήνα και να αναδείξει πιθανές παραβιάσεις των κανόνων εμπιστοσύνης και διπλωματικής δεοντολογίας εκ μέρους της.

Επιπλέον, μέσω της έγκυρης φιλοκυβερνητικής τουρκικής εφημερίδας Milliyet, η τουρκική πλευρά άσκησε έντονη κριτική στην Ελλάδα κάνοντας λόγο για «ελληνική αρρώστια», η οποία «υποτροπιάζει» και βλέπει παντού κινδύνους και απειλές για την Ελλάδα από την Τουρκία.

Επίσης, μέσω της ίδιας εφημερίδας επιχειρήθηκε η υποβάθμιση της σημασίας της διμερούς σχέσης της Τουρκίας με την Ελλάδα, επισημαίνοντας ότι η Τουρκία αυτήν την περίοδο έχει πολύ σοβαρότερα θέματα να ασχοληθεί στη διεθνή σκακιέρα (όπως η εδαφική ακεραιότητα της Συρίας, ο ισραηλινός επεκτατισμός και ο κίνδυνος σύγκρουσης) από την Ελλάδα, σε αντίθεση με την Ελλάδα και την ελληνική κυβέρνηση που ασχολούνται εμμονικά με την Τουρκία καλλιεργώντας την ένταση στη διμερή τους σχέση.

Στο εσωτερικό επίπεδο, η τουρκική ηγεσία απέφυγε οποιαδήποτε αυτοκριτική ή παραδοχή ευθύνης και επικεντρώθηκε στην προβολή ενός αφηγήματος που αναδείκνυε τη δική της δραστηριότητα και σημασία στις διεθνείς σχέσεις.

Το μήνυμα προς το τουρκικό κοινό στόχευσε στη διατήρηση της εικόνας ισχυρής και αποφασιστικής ηγεσίας, ικανής να διαχειρίζεται πολλαπλά διεθνή γεγονότα ταυτόχρονα, χωρίς να εμφανίζεται «υποχωρητική» ή «υποχρεωμένη» να προσαρμοστεί σε άλλες πρωτοβουλίες.

Αξιοσημείωτο επίσης, είναι το γεγονός ότι σε αντίθεση με όσα συνέβησαν στην Ελλάδα, η τουρκική αντιπολίτευση δεν άσκησε καμία ουσιαστική κριτική στον πρόεδρο Ερντογάν για την ακύρωση της συνάντησης και απέφυγε να εργαλειοποιήσει επικοινωνιακά το ζήτημα.

Εν κατακλείδι, η Τουρκία μέσω του blame game προσπάθησε να μετατοπίσει το κέντρο βάρους από πιθανές πολιτικές ευθύνες σε εξωτερικές συνθήκες, παρουσιάζοντας την ακύρωση ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα αντικειμενικών παραγόντων και όχι ως προϊόν διαπραγματευτικής αδυναμίας ή στρατηγικής επιλογής.

Επίσης, προσπάθησε να αποδόσει την ευθύνη για την ακύρωση της συνάντησης στην Ελλάδα επιδιώκοντας να προστατεύσει τόσο τη διεθνή εικόνα της χώρας όσο και το κύρος του Προέδρου Ερντογάν, ενισχύοντας την αντίληψη ότι η Τουρκία παραμένει ισχυρός και αξιόπιστος δρώντας στην παγκόσμια σκηνή.

Συνοψίζοντας τα ανωτέρω, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η ακύρωση της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν ανέδειξε σε πολλαπλά επίπεδα τις παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος όπως:

  • την έλλειψη εθνικής κουλτούρας και ομοψυχίας,

  • την εργαλειοποίηση κρίσιμων ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής για λόγους μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων και επιδίωξης κομματικού οφέλους, με αποτέλεσμα τη διάσπαση της εθνικής ενότητας και την αποδυνάμωση της αξιοπιστίας της χώρας στο εξωτερικό,

  • την προσέγγιση των εθνικών θεμάτων με όρους επικοινωνιακού τακτικισμού που συχνά συνοδεύεται από επιχειρήσεις προπαγάνδας, παραπληροφόρησης και χειραγώγησης της κοινής γνώμης με απώτερο στόχο την απόσπαση της προσοχής από την ουσία των ζητημάτων, την υπονόμευση της δημόσιας εμπιστοσύνης προς αυτούς που χαράσσουν και υλοποιούν την εξωτερική πολιτική της χώρας, την αποδόμηση της διεθνούς εικόνας της Ελλάδας και την εξασθένιση της διαπραγματευτικής ισχύος της χώρας στο εξωτερικό και

  • την τάση εγκλωβισμού στο blame game και την στείρα πολιτική αντιπαράθεση στο εσωτερικό της χώρας.

Η ανάδειξη αυτών των παθογενειών δεν αποσκοπεί στη μονομερή απαξίωση του πολιτικού μας συστήματος, αλλά στην καλλιέργεια μιας αναγκαίας κουλτούρας αυτοκριτικής και θεσμικής ωριμότητας, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την ενίσχυση της εθνικής στρατηγικής και της διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας.

Υπό το πλαίσιο αυτό, αναδεικνύεται η ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλιών για την ενίσχυση της εθνικής ανθεκτικότητας μέσω στοχευμένης στρατηγικής επικοινωνίας που θα αποτελεί μέρος της εθνικής στρατηγικής και η οποία, θα επιτρέψει στην Ελλάδα να υπερβεί τις παγίδες του blame game, να διασφαλίσει τη διεθνή αξιοπιστία της και να προστατεύσει την διεθνή της εικόνα.

Συνεπώς, απαιτείται κατανόηση του επικοινωνιακού περιβάλλοντος, αποτελεσματική διαχείριση της πληροφορίας σε καταστάσεις εθνικών κρίσεων, αποφυγή της επικοινωνιακής υπερβολής και περιορισμός της μικροπολιτικής εργαλειοποίησης των εθνικών ζητημάτων.

Η χώρα σε καταστάσεις εθνικών κρίσεων πρέπει να ελέγχει το εθνικό αφήγημα, ώστε να αποφεύγονται οι σπασμωδικές αντιδράσεις και κάθε ζήτημα εξωτερικής πολιτικής να μετατρέπεται σε επικοινωνιακή αντιπαράθεση.

Αν κατορθώσει να ελέγξει το αφήγημα θα μπορέσει:

  • να διαμορφώσει τον τρόπο που οι εμπλεκόμενοι σε μια κρίση, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και η κοινή γνώμη θα κατανοήσουν και ερμηνεύσουν τα δεδομένα της κρίσης,

  • να κατευθύνει την ερμηνεία των κρίσιμων εξελίξεων της κρίσης,

  • να μετριάσει τις αρνητικές ερμηνείες γεγονότων και αντιδράσεις που μπορεί να πλήξουν την εικόνα και αξιοπιστία της και

  • να παρουσιάσει τις αποφάσεις της ως ορθολογικές, δίκαιες και σύμφωνες με τους εθνικούς στρατηγικούς στόχους, ενισχύοντας την εσωτερική και διεθνή νομιμοποίησή της.

Κοντολογίς, η διαμόρφωση και ο έλεγχος του αφηγήματος σε διεθνές επίπεδο θα προσφέρει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στην Ελλάδα, αφού θα εξασφαλίσει την εσωτερική και διεθνή νομιμοποίηση και αξιοπιστία της πολιτικής ηγεσίας της, θα ενισχύσει την εικόνα της ως σοβαρού, αξιόπιστου και θεσμικά υπεύθυνου κράτους και θα την απεγκλωβίσει από την αντιπαράθεση και τη μάχη εντυπώσεων που επιδιώκει να ορίσει η άλλη πλευρά (Τουρκία).

Στο πλαίσιο αυτό, καθίσταται αναγκαία η θεσμική πρόνοια για την ανάπτυξη ενιαίας στρατηγικής επικοινωνίας σε περιόδους κρίσεων, μέσα από ένα συντονισμένο διυπουργικό όργανο υπό την αιγίδα του ΚΥΣΕΑ, ώστε να διασφαλίζεται η συνοχή του εθνικού αφηγήματος και να ενισχύεται η διεθνής αξιοπιστία της χώρας.

Μια τέτοια στρατηγική επικοινωνίας οφείλει να είναι υπεράνω μικροκομματικών σκοπιμοτήτων και να στηρίζεται σε διακομματική συναίνεση, καθώς η εθνική αξιοπιστία και το κύρος της χώρας στο διεθνές πεδίο δεν μπορεί να αποτελούν αντικείμενο εσωτερικής αντιπαράθεσης.

Η θεσμοθέτηση ενιαίας στρατηγικής επικοινωνίας σε κρίσεις δεν αρκεί όμως από μόνη της. Απαιτείται εκπαίδευση και κατάρτιση των εμπλεκόμενων στελεχών σε σχέση με τη διπλωματία, τη διαχείριση πληροφοριών και τη δημόσια επικοινωνία, ώστε να μπορούν να υλοποιούν το εθνικό αφήγημα με συνέπεια και αξιοπιστία.

Παράλληλα, η Ελλάδα μπορεί να αντλήσει διδάγματα από διεθνή πρότυπα και πρακτικές, από κράτη με θεσμοποιημένους μηχανισμούς επικοινωνίας που διασφαλίζουν συνοχή, ψυχραιμία και στρατηγικό έλεγχο σε περιόδους κρίσεων, προστατεύοντας έτσι τόσο την εσωτερική νομιμοποίηση όσο και την εικόνα τους διεθνώς.

Συμπερασματικά, το πραγματικό διακύβευμα δεν είναι η ακύρωση ενός ραντεβού, αλλά η ικανότητα της Ελλάδας να ελέγχει το δικό της αφήγημα, να υπερβαίνει τις παγίδες του blame game και να εφαρμόζει στρατηγική επικοινωνία που ενισχύει την αξιοπιστία και την εικόνα της διεθνώς.

Στην παγκόσμια σκηνή, αυτό που μένει δεν είναι μόνο η αλήθεια των γεγονότων, αλλά η αντίληψη που καταφέρνουμε να διαμορφώσουμε για αυτά, μέσα από ψύχραιμη, θεσμική και εθνικά υπεύθυνη στρατηγική επικοινωνία.


Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2025

 

Αναλυτικό Πρόγραμμα Εκδηλώσεων 

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025 

Ώρα 18.00, Βουλευτικό Εσπερίδα με θέμα: «Αποτιμώντας και Τιμώντας» Συνδιοργάνωση του Δήμου Ναυπλιέων με το Κέντρο Διεθνούς Δικαίου και Διπλωματίας 

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025 

Ώρα 11.00, Ιστορικός Ιερός Ναός Αγίου Σπυρίδωνα Επιμνημόσυνη Δέηση 
Ομιλία από τον κ. Γιάννη Παργινό, Πρόεδρος του Δ.Σ. της Ομοσπονδίας Συλλόγων Κερκυραίων Αττικής «Ιωάννης Καποδίστριας» 

Ώρα 11.30, Πλατεία Καποδίστρια Κατάθεση στεφάνων στον Ανδριάντα του Πρώτου Κυβερνήτη Μετά το πέρας της κατάθεσης στεφάνων, θα παρατεθεί καφές στο «ΣΚΑΡΠΕΤΑ»



Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2025

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ
& ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ
ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΑΠΟΣΤΡΑΤΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΛΙΜΕΝΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (Ε.Α.Α.Λ.Σ.), ΤΗΝ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ (Π.Ο.Σ.) ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΑΠΟΣΤΡΑΤΩΝ
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΣΤΡΑΤΟΥ (Ε.Α.Α.Σ.)

Σήμερα, ημέρα Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2025, πραγματοποιήθηκε συνάντηση της Γενικής
Διεύθυνσης Συντάξεων Δημοσίου Τομέα (Γ.Δ.Σ.Δ.Τ.) και της Γενικής Διεύθυνσης
Πληροφορικής και Επικοινωνιών του e-ΕΦΚΑ με την Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών
Λιμενικού Σώματος (Ε.Α.Α.Λ.Σ.), την Πανελλήνια Ομοσπονδία Στρατιωτικών (Π.Ο.Σ.) και την
Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού (Ε.Α.Α.Σ), στα γραφεία της Γ.Δ.Σ.Δ.Τ.
Στη συνάντηση συμμετείχαν από πλευράς της Ε.Α.Α.Λ.Σ. οι κ.κ.
 Σταύρος Βοϊδονικόλας | Πρόεδρος
 Ανδρέας Θεοφίλου | Εκτελεστικός Γραμματέας
Στη συνάντηση συμμετείχαν από πλευράς της Π.Ο.Σ. οι κ.κ.
 Βασίλειος Νικολόπουλος | Πρόεδρος
 Δημήτριος Ταραντίλης | Ειδικός Σύμβουλος
Στη συνάντηση συμμετείχαν από πλευράς της Ε.Α.Α.Σ. οι κ.κ.
 Ιωάννης Δεβούρος | Πρόεδρος
 Απόστολος Σακαγιάννης | Υπεύθυνος Διαχείρισης Οικονομικού – Ταμείο
Από πλευράς της Γενικής Διεύθυνσης Πληροφορικής και Επικοινωνιών του e-ΕΦΚΑ
συμμετείχαν:
 Θεοδώρα Κατσίμπα | Αναπληρώτρια Προϊσταμένη Τμήματος Ανάπτυξης και
Συντήρησης Εσωτερικών Εφαρμογών Πληροφορικής
 Δημήτριος Τσιρώνης | Υπάλληλος Τμήματος Ανάπτυξης και Συντήρησης
Εσωτερικών Εφαρμογών Πληροφορικής
Από πλευράς της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων Δημοσίου Τομέα συμμετείχαν:
 Ισμήνη Κωτσοβόλου | Γενική Διευθύντρια
 Σπυριδούλα Σταματοπούλου | Αναπληρώτρια Προϊσταμένη της Διεύθυνσης
Νομοθεσίας & Συντονισμού Συντάξεων και Εφάπαξ Δημοσίου
 Μαρία Παπασταύρου | Αναπληρώτρια Προϊσταμένη της Δ΄ Διεύθυνσης Απονομής
Συντάξεων & Εφάπαξ Δημοσίου Τομέα
 Βασιλική Ντσούνου | Προϊσταμένη του Τμήματος Νομοθεσίας Συντάξεων
Στρατιωτικών & Σωμάτων Ασφαλείας
 Βησσαρίων Δερβένης | Προϊστάμενος του Τμήματος Διαδικασίας και
Δειγματοληπτικών Ελέγχων
Κατά τη συζήτηση, η οποία διεξήχθη σε κλίμα συνεργασίας, συζητήθηκε το θέμα της
απόδοσης των αναδρομικών ποσών στους ενστόλους βάσει του άρθρου 34 του Ν.
5018/2023.
Από πλευράς της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων Δημοσίου Τομέα παρουσιάστηκαν τα
στατιστικά στοιχεία σχετικά με την απονομή συντάξεων για τα έτη 2024 και 2025. Το έτος
2024 εισήλθαν στη Δ΄ Διεύθυνση Απονομής Συνάξεων και Εφάπαξ Δημοσίου Τομέα 4.065
αιτήματα συνταξιοδότησης (ΔΑΥΚ) και εκδόθηκαν 3.909 συνταξιοδοτικές πράξεις.
Αντίστοιχα το έτος 2025 εισήλθαν 4.078 αιτήματα και έχουν εκδοθεί έως σήμερα 3.970
πράξεις. Επιπλέον έγινε αναφορά στη μετάβαση από το χειρόγραφο ΔΑΥΚ που
συμπληρώνεται από τους εκκαθαριστές, στο ηλεκτρονικό ΔΑΥΚ, το οποίο βρίσκεται στο
τελικό στάδιο της υλοποίησης.
Από πλευράς της Δ΄ Διεύθυνσης Απονομής Συντάξεων έγινε αναφορά στην ταχύτητα
διεκπεραίωσης των συνταξιοδοτικών αιτημάτων, η οποία βαίνει συνεχώς αυξανόμενη, και
ότι εκτός αυτών η Διεύθυνση απαντά καθημερινά σε μεγάλο αριθμό ερωτημάτων-
αιτημάτων συνταξιούχων, ενώ παράλληλα η ως άνω Διεύθυνση εξυπηρετεί επί
καθημερινής βάσης δεκάδες ασφαλισμένους.
Εκ μέρους της Διεύθυνσης Νομοθεσίας και Συντονισμού Συντάξεων και Εφάπαξ Δημοσίου
αναλύθηκε το νομοθετικό πλαίσιο και η πολυπλοκότητα της διαδικασίας. Τονίστηκε ότι το
άρθρο 34 του ν. 5018/2023 καταργεί τις μειώσεις του ν. 4093/2012 που επιβάλλονταν στα
μερίσματα των Μετοχικών Ταμείων Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας από την 1/1/2021
και προβλέπει την καταβολή αναδρομικών ποσών στους δικαιούχους συνταξιούχους για το
διάστημα από 1/01/2021-31/03/2023. Κατά συνέπεια η διάταξη του άρθρου 34 του ν.
5018/2023 θεσπίζει την κατάργηση της μείωσης του ν. 4093/2012 μόνο επί των μερισμάτων
των Μετοχικών Ταμείων και αφορά μόνο τις συντάξεις στις οποίες επιβλήθηκε η μείωση
του ν. 4093/2012, άρα μόνο τις επανυπολογισθείσες συντάξεις με έναρξη καταβολής πριν
την ισχύ του ν. 4387/2016. Από την εφαρμογή της ως άνω διάταξης προέκυψαν
αναδρομικά ποσά για το χρονικό διάστημα από 1/1/2021 έως 31/3/2023, τα οποία
καταβλήθηκαν τον Αύγουστο του 2025. Ειδικότερα, εκκαθαρίστηκαν πάνω από 65.000
περιπτώσεις συνταξιούχων εκ των οποίων έλαβαν ποσά επιστροφής από 0,1 έως 2.600
ευρώ 47.055 συνταξιούχοι, ενώ για 17.419 περιπτώσεις προέκυψαν μηδενικά ποσά.
Στη συνέχεια ενημερώσαμε ότι η Υπηρεσία μας θα προχωρήσει στην εκκαθάριση και των
υπολοίπων συνταξιοδοτικών υποθέσεων, καθώς και στην αντιμετώπιση εκείνων για τις
οποίες τα αναδρομικά ποσά θα πρέπει να αποδοθούν στους κληρονόμους των θανόντων
δικαιούχων ενστόλων.
Επιπλέον αναφέρθηκε ότι για όλες τις συντάξεις που εκκαθαρίστηκαν – περίπου 65.000
υποθέσεις – οι συνταξιούχοι έλαβαν προσωποποιημένη πληροφόρηση με τα εξής πιο κάτω
μηνύματα:
α) ότι «Προέκυψε θετική διαφορά και σας καταβλήθηκαν αναδρομικά, … ως εξής»
β) ότι «Η υπόθεσή σας είναι υπό εκκαθάριση»
γ) ότι «Δεν προέκυψε ποσό προς καταβολή, ως εκ τούτου δεν δικαιούστε αναδρομικά
σύμφωνα με τον Ν. 5018/2023 (άρθρο 34)»
Επιπλέον εξηγήθηκε εκ μέρους των υπηρεσιακών παραγόντων ότι όσον αφορά την
προσωποποιημένη πληροφόρηση, αυτή προσπάθησε να ενσωματώσει την πληθώρα των
διαφορετικών περιπτώσεων, οι οποίες ακριβώς λόγω του πλήθους τους ήταν δύσκολο να
ομαδοποιηθούν.
Επίσης, παρουσιάστηκε αναλυτικά ο τρόπος με τον οποίο έγινε ο υπολογισμός ανά μήνα
των αναδρομικών και αναφέρθηκε λεπτομερώς η πληθώρα των παραμέτρων που έπρεπε
να συνυπολογιστούν μέσω της μηχανογραφικής εφαρμογής και απαντήθηκαν επιμέρους
ερωτήσεις.
Οι εκπρόσωποι των ενστόλων αναφέρθηκαν σε παρανοήσεις των συνταξιούχων σχετικά με
το ποιοι είναι δικαιούχοι των αναδρομικών και τον τρόπο υπολογισμού των αναδρομικών.
Επ’ αυτών δόθηκαν εξηγήσεις και έγινε κατανοητό ότι η καταβολή των αναδρομικών αφορά
μόνο τους συνταξιούχους των οποίων η έναρξη συνταξιοδότησης έγινε πριν την ισχύ του ν.
4387/2016. Αναφορικά με τον υπολογισμό του ποσού των αναδρομικών εξηγήθηκε ότι το
ποσό προς καταβολή είναι η διαφορά του φορολογητέου (προ φόρου) ποσού που
προκύπτει από την κατά μήνα σύγκριση των ποσών που υπολογίστηκαν πριν και μετά την
εξαίρεση των ποσών των μερισμάτων από την επιβολή της περικοπής του ν. 4093/2012.
Μετά τις διευκρινίσεις των υπηρεσιακών παραγόντων και κατόπιν των ελέγχων και
εξηγήσεων σε παραδείγματα που αναλύθηκαν, στις περιπτώσεις συντάξεων των ιδίων των
μελών που συμμετείχαν, επιβεβαιώθηκε η ορθότητα των υπολογισμών.
Τέλος, η συνάντηση ολοκληρώθηκε σε κλίμα σύμπνοιας και επιβεβαιώθηκε για άλλη μία
φορά η διάθεση συνεργασίας μεταξύ όλων των οργανώσεων των ενστόλων και της Γενικής
Διεύθυνσης Συντάξεων Δημοσίου Τομέα του e-ΕΦΚΑ.

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2025

 



 


Η παραβίαση των πολωνικών συνόρων από Ρωσικά Drones: Διδάγματα για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας


Δρ. Κωνσταντίνος Π. Μπαλωμένος

konmpalo@gmail.com

Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος

Πρώην Γενικός Διευθυντής - Γενικής Διεύθυνσης

Πολιτικής Εθνικής Άμυνας και Διεθνών Σχέσεων (ΓΔΠΕΑΔΣ)

Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΥΠΕΘΑ)


Η πρόσφατη παραβίαση των πολωνικών συνόρων από ρωσικά drones στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου 2025, αναδεικνύει την εντεινόμενη χρήση υβριδικών τακτικών από τη Ρωσία εναντίον των αντιπάλων της.

Το επεισόδιο αυτό συνιστά σημείο καμπής για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, καθώς προειδοποιεί ότι οι παραδοσιακές μέθοδοι αποτροπής δεν επαρκούν. Η νέα πραγματικότητα απαιτεί άμεση επανεξέταση πολιτικών, τεχνολογικών και θεσμικών μέτρων.

Παράλληλα, φέρνει στο φως τις ραγδαίες αλλαγές στο σύγχρονο επιχειρησιακό περιβάλλον, όπου η τεχνολογία και οι υβριδικές τακτικές διαμορφώνουν νέες προκλήσεις για την εθνική άμυνα και ασφάλεια, καθορίζοντας ταυτόχρονα την ικανότητα αποτροπής και αντίδρασης.

Ειδικότερα, οι ρωσικές επιχειρήσεις «probing» (δοκιμαστικές επιχειρήσεις που αποσκοπούν στην αξιολόγηση των ορίων, των αντιδράσεων και της αποφασιστικότητας του αντιπάλου χωρίς άμεση κλιμάκωση σε σύγκρουση), απειλούν το περιβάλλον συλλογικής ασφάλειας της Ευρώπης και αναδεικνύουν την ανάγκη επανεξέτασης των μηχανισμών αποτροπής και συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών της Συμμαχίας.

Συγκεκριμένα, η Ρωσία φαίνεται να ακολουθεί ένα προκαθορισμένο τρόπο δράσης (modus operandi) αξιοποιώντας μέσα χαμηλού κόστους, αλλά υψηλού πολιτικού αποτυπώματος για να δοκιμάσει τα όρια, την αποφασιστικότητα και τη συνοχή των κρατών μελών του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε..

Παράλληλα, τρίτες χώρες, όπως η Λευκορωσία, που της παρέχουν υλικοτεχνική ή γεωγραφική υποδομή, πολλαπλασιάζουν την πολυπλοκότητα της αντίδρασης.

Υπό το πλαίσιο αυτό, οι οργανισμοί συλλογικής ασφάλειας (ΝΑΤΟ, Ε.Ε., Ο.Η.Ε.) κινούνται γρήγορα σε διαδικασίες συμβουλευτικές και καταδίκης, αλλά η μετάβαση σε κοινές επιχειρήσεις απαιτεί σαφή πολιτική συναίνεση και πλήρη νομική τεκμηρίωση.

Με άλλα λόγια, η Ρωσία επιδιώκει να επιβάλει πολιτικό και πρακτικό κόστος για τους αντιπάλους της, χωρίς να επιδιώκει αποκλειστικά στρατιωτική νίκη. Προσπαθεί να αναγκάσει την Ευρώπη να επιλέξει μεταξύ υψηλού κόστους αποτροπής και μιας νέας, λιγότερο ασφαλούς «κανονικότητας».

Επιπλέον, η ενεργοποίηση από την Πολωνία της διαδικασίας διαβουλεύσεων του ΝΑΤΟ (Άρθρο 4) δημιουργεί νέα δεδομένα στο πλαίσιο συλλογικής ασφάλειας, υπογραμμίζοντας τόσο τη σημασία των θεσμικών μηχανισμών για την αντιμετώπιση υβριδικών απειλών όσο και τα όρια της ταχύτητας και της αποτελεσματικότητας της συλλογικής αντίδρασης.

Παράλληλα, η άμεση εμπλοκή συμμαχικών δυνάμεων, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία που σε συνεργασία με τις Πολωνικές ένοπλες δυνάμεις κατέρριψαν τα ρωσικά drones, αναδεικνύει την πρακτική διάσταση της συλλογικής αποτροπής και τη δυνατότητα συντονισμένης αντίδρασης σε πραγματικό χρόνο.

Το γεγονός, ότι είναι η πρώτη φορά που αεροσκάφη του ΝΑΤΟ αντιμετώπισαν πιθανή απειλή σε συμμαχικό εναέριο χώρο, αναδεικνύει την ανάγκη συνεχούς ετοιμότητας και άμεσης επικοινωνίας μεταξύ των κρατών-μελών.

Συγκεκριμένα, τα αντιαεροπορικά συστήματα Patriot της Συμμαχίας εντόπισαν τα drones μέσω των ραντάρ τους, χωρίς όμως να εμπλακούν ενεργά.

Επίσης, στη νυχτερινή επιχείρηση συμμετείχαν πολωνικά F-16, ολλανδικά F-35, ιταλικά αεροσκάφη επιτήρησης AWACS και αεροσκάφη εναέριου ανεφοδιασμού υπό κοινή διαχείριση του ΝΑΤΟ, υπογραμμίζοντας τόσο τον τεχνολογικό όσο και τον επιχειρησιακό συντονισμό που απαιτείται για την προστασία του εναερίου χώρου των συμμάχων και τη συλλογική αποτροπή.

Υπό το πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα, ως χώρα με σύνθετο γεωπολιτικό περιβάλλον και ευαίσθητα σύνορα, καλείται να αντλήσει διδάγματα από την εμπειρία της Πολωνίας.

Συγκεκριμένα, παρά τις σαφείς διαφορές (η Πολωνία αντιμετωπίζει τη Ρωσική απειλή, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στο Αιγαίο αντιμέτωπη με την Τουρκία), τα βασικά διδάγματα είναι συναφή και μπορούν να προσαρμοστούν και εφαρμοστούν αποτελεσματικά σε κάθε αντίστοιχη κρίση.

Η αρχή ότι η τεκμηρίωση, η συλλογή στοιχείων και η έγκαιρη ενεργοποίηση των διαδικασιών του ΝΑΤΟ επιτρέπουν ασφαλή και νομικά θεμελιωμένη δράση ισχύει ανεξαρτήτως θεάτρου επιχειρήσεων.

Συνεπώς, η πολωνική εμπειρία παρέχει ένα χρήσιμο πλαίσιο για τη διαμόρφωση προσαρμοσμένων Τυποποιημένων Διαδικασιών Λειτουργίας (SOP - Standard Operating Procedures) και κανόνων εμπλοκής, δίνοντας στην Ελλάδα τη δυνατότητα να ενεργεί με ασφάλεια, νομιμότητα και αποτελεσματικότητα, ενώ παράλληλα, περιορίζει τον κίνδυνο πρόκλησης θερμού επεισοδίου.

Η ενεργοποίηση του Άρθρου 4 του ΝΑΤΟ και η συντονισμένη αντίδραση των συμμαχικών δυνάμεων επιβεβαιώνουν τη σημασία της έγκαιρης προειδοποίησης, της νομικής τεκμηρίωσης και της δυνατότητας άμεσης συλλογικής αντίδρασης.

Για την Ελλάδα, αυτό αναδεικνύει την ανάγκη ενίσχυσης της ετοιμότητας των ενόπλων δυνάμεων, την ανάπτυξη συνεργασιών και την προσαρμογή του αποτρεπτικού μηχανισμού της σε συνθήκες υβριδικών και τεχνολογικά προηγμένων απειλών.

Τέτοιου είδους περιστατικά έχουν πολλαπλές επιπτώσεις και εγείρουν κρίσιμα ερωτήματα. Αυτά αφορούν τη διεθνή νομιμότητα, τη στρατιωτική και επιχειρησιακή ετοιμότητα, καθώς και τις στρατηγικές αποφάσεις κάθε κράτους – μέλους της Συμμαχίας.

Ειδικότερα, εγείρονται ζητήματα διεθνούς νομιμότητας και εμπιστοσύνης σχετικά με το ποιος θα τεκμηριώσει την ευθύνη ενός επιθετικού δρώντα και μέσω ποιων διαδικασιών;

Η επαρκής τεχνική και νομική τεκμηρίωση ενός περιστατικού δεν αποτελεί μόνο επιχειρησιακή ανάγκη, αλλά και προϋπόθεση για πολιτική δράση και διεθνή νομιμοποίηση.

Επίσης, τέτοια επεισόδια οδηγούν σε αυξημένες αμυντικές δαπάνες και προσανατολίζουν τους Ευρωπαίους εταίρους προς κοινά συστήματα αεράμυνας και ανάπτυξης αντι-drone συστημάτων, με συνέπειες τόσο οικονομικές, καθώς και τεχνολογικές και επιχειρησιακές για κάθε κράτος-μέλος.

Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση που υποβλήθηκε τον Μάιο του 2024 στην πρόεδρο της Κομισιόν κα. Φον ντερ Λάϊεν, από τον Έλληνα Πρωθυπουργό κ. Κυριάκο Μητσοτάκη μαζί με τον Πολωνό Πρωθυπουργό, κ. Ντόναλντ Τούσκ, για τη δημιουργία μιας κοινής «ΑΣΠΙΔΑΣ» αεράμυνας της Ευρώπης με κοινοτική χρηματοδότηση, παραμένει επίκαιρη όσο ποτέ και δικαιώνει τους εμπνευστές της.

Επιπλέον, αυξάνεται ο κίνδυνος λανθασμένων αποφάσεων και ανάληψης ενεργειών που μπορούν άμεσα να μετατρέψουν μια διπλωματική κρίση σε θερμό επεισόδιο.

Για την Ελλάδα, η εμπειρία της Πολωνίας και η ενεργοποίηση του Άρθρου 4 του ΝΑΤΟ προσφέρουν επίσης, πολύτιμα διδάγματα σε πρακτικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα πρέπει να ακολουθήσει δύο παράλληλες γραμμές δράσης:

  1. Ενεργή συμμετοχή στις διπλωματικές πρωτοβουλίες της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, με σαφή στήριξη των θεσμών, συμμετοχή σε μηχανισμούς τεχνικής τεκμηρίωσης και υποστήριξη στοχευμένων κυρώσεων με βάση αποδεδειγμένα στοιχεία και

  2. Ενίσχυση της εσωτερικής ανθεκτικότητας, με αναβάθμιση των αντι-drone ικανοτήτων των ενόπλων δυνάμεων, την ενίσχυση radar networks και τη διασύνδεσή τους με συστήματα early warning, την ενίσχυση της κυβερνο-ασφάλειας και την προστασία κρίσιμων υποδομών, καθώς και τη σύσταση διυπουργικής ομάδας κρίσης (με συμμετοχή των Υπουργείων Εξωτερικών, Εθνικής Άμυνας, Προστασίας του Πολίτη, Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, ΕΥΠ κ.λπ.), που θα εξασφαλίσει συνεχή συντονισμό και ταχεία λήψη αποφάσεων. Το μοντέλο αυτό, θα λειτουργεί στη λογική της Ολιστικής Προσέγγισης (Whole of Government Approach) και θα συνδυάζει αποτελεσματική διπλωματία, στρατιωτική ετοιμότητα και εθνική ανθεκτικότητα, ώστε η Ελλάδα να παραμείνει ευέλικτη, προσαρμοστική, αποφασιστική και ικανή να προστατεύσει τα συμφέροντά της υποστηρίζοντας ταυτόχρονα, τη συλλογική ασφάλεια.


Εν κατακλείδι, η αντίδραση της Πολωνίας κατά την παραβίαση των συνόρων της από ρωσικά drones και η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την πλευρά του ΝΑΤΟ και των κρατών μελών του, συνιστούν ένα σημαντικό «νομικό και επιχειρησιακό προηγούμενο». Το προηγούμενο αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί από την Ελλάδα, ως σημείο αναφοράς για την ενίσχυση της νομιμοποίησης και της τεκμηρίωσης των δικών της ενεργειών, σε περίπτωση σοβαρής παραβίασης του εθνικού της εναέριου χώρου.

Σε ένα αντίστοιχο περιστατικό, όπως σε περίπτωση παραβίασης του ελληνικού εναέριου χώρου από τρίτα αεροσκάφη ή drones, η Ελλάδα θα διαθέτει τα απαραίτητα θεσμικά και νομικά εργαλεία για την προστασία της εθνικής της κυριαρχίας.

Ταυτόχρονα, η χώρα μπορεί να συντονιστεί με τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ για την κατάλληλη συλλογική αντίδραση, διασφαλίζοντας ότι κάθε ενέργειά της θα είναι νομικά τεκμηριωμένη, συντονισμένη και προσαρμοσμένη στις διεθνείς διαδικασίες.

Το πλαίσιο αυτό, παρέχει ασφάλεια και νομιμοποίηση στη λήψη αποφάσεων, χωρίς να δεσμεύει προκαταβολικά σε συγκεκριμένες ενέργειες ή στρατιωτικά μέτρα.

Το προηγούμενο δε, της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας, όπου στις 24 Νοεμβρίου 2015 κατέρριψε ένα ρωσικό βομβαρδιστικό τύπου Sukhoi Su-24M που επιχειρούσε κατά Σύριων Τουρκμένων ανταρτών στη βόρεια Συρία, με την αιτιολογία της προσωρινής παραβίασης του εναέριου χώρου της Τουρκίας, προσφέρει ένα χρήσιμο ιστορικό πλαίσιο για την αξιολόγηση αντίστοιχων περιστατικών.

Υπό αυτή τη λογική, η Ελλάδα προσεγγίζει το δικαίωμα αυτοάμυνας μέσα από διαδικασίες έγκρισης και συντονισμού με τους αρμόδιους θεσμούς, ώστε κάθε ενέργειά της να είναι νομικά τεκμηριωμένη και εναρμονισμένη με τα διεθνή πρότυπα. Το δικαίωμα αυτό ενεργοποιείται στο πλαίσιο θεσμικών διαδικασιών και συλλογικού συντονισμού, χωρίς να συνεπάγεται αυτοματισμό σε οποιαδήποτε περίπτωση.

Υπό το πρίσμα αυτό, η ενδεχόμενη νομιμοποίηση οποιασδήποτε δράσης της Ελλάδας, βασίζεται σε τρεις βασικούς άξονες:

  1. Έγκυρη τεκμηρίωση: καταγραφή radar tracks (συστηματική καταγραφή και αποθήκευση των δεδομένων που συλλέγονται από ένα ραντάρ σχετικά με την κίνηση ενός στόχου στον εναέριο χώρο), ISR (Intelligence, Surveillance, and Reconnaissance) / AWACS (Airborne Warning and Control System) δεδομένων, δορυφορικές εικόνες, τεκμηριωμένη συλλογή στοιχείων και όπου επιτρέπεται καταγραφή επικοινωνιών.

  2. Συντονισμένη κοινοποίηση: διαβίβαση στοιχείων στους συμμάχους, ώστε οι ενέργειες αντίδρασης να υποστηρίζεται διεθνώς και να ενισχύεται η συλλογική ασφάλεια.

  3. Σαφείς κανόνες εμπλοκής (ROE - Rules of Engagement): καθορισμός σταδιακής κλιμάκωσης από προειδοποίηση έως, αν χρειαστεί, χρήση αναλογικής δύναμης, πάντα εντός του πλαισίου διεθνών διαδικασιών.

Η υιοθέτηση αυτών των διαδικασιών παρέχει στην Ελλάδα ένα θεσμικά και νομικά τεκμηριωμένο πλαίσιο για την αξιολόγηση και διαχείριση περιστατικών παραβίασης του εναέριου χώρου της. Παράλληλα, συμβάλλει στη μείωση του πολιτικού, διπλωματικού και νομικού ρίσκου και ενισχύει την αποτρεπτική ικανότητα της χώρας, χωρίς να την δεσμεύει σε συγκεκριμένες ενέργειες.

Συμπερασματικά, η Ελλάδα διαθέτει πλέον ένα σαφές και τεκμηριωμένο πλαίσιο για την αξιολόγηση και διαχείριση περιστατικών παραβίασης του εναέριου χώρου της.

Συνεπώς, η προδραστική προετοιμασία, η διεθνώς αποδεκτή τεκμηρίωση και η συμμαχική συνεργασία αποτελούν τα πιο αποτελεσματικά μέσα για την αποφυγή μονομερών πρωτοβουλιών και την ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας, διασφαλίζοντας παράλληλα, τη νομιμότητα και σταθερότητα στην περιοχή του Αιγαίου και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.